- κύρτωμα
- το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, -όω]κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)νεοελλ.η ενέργεια τού κυρτώνω, κύρτωσηαρχ.1. στρογγυλότητα («κύρτωμα ἀσκοῡ», Ιπποκρ.)2. το εξογκωμένο μέρος ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῑν τοῑν μεροῑν μικρά», Αθήν.)3. οίδημα, πρήξιμο4. ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογκάστρι5. η παράταξη στρατού σε σχήμα ημισελήνου ή τόξου.
Dictionary of Greek. 2013.